Dictionary of Greek. 2013.
παχνιάζω — πάχνιασα, πιάνω, σκεπάζομαι από πάχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάχνιασμα — το [παχνιάζω (Ι)] επικάλυψη με πάχνη … Dictionary of Greek