παχνιάζω

παχνιάζω
(I)
[πάχνη]
επικαλύπτομαι, σκεπάζομαι με πάχνη.
————————
(II)
[παχνί]
ρίχνω χόρτο στο παχνί για να θρέψω τα ζώα, δίνω τροφή στα ζώα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παχνιάζω — πάχνιασα, πιάνω, σκεπάζομαι από πάχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάχνιασμα — το [παχνιάζω (Ι)] επικάλυψη με πάχνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”